άλνος

άλνος
Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), μετρίων διαστάσεων. Τα φύλλα του έχουν μίσχο, είναι πράσινα σκούρα, κολλώδη και λεία και στις δύο επιφάνειες. Στο σύνολό τους θυμίζουν λίγο τα φύλλα της οξιάς. Τα άνθη εμφανίζονται πριν από τα φύλλα και είναι συγκεντρωμένα σε ίουλους (ταξιανθίες σε σχήμα τσαμπιού) δύο φύλλων. Οι αρσενικοί ίουλοι έχουν μήκος 2-4 εκ., χρώμα κίτρινο-κοκκινωπό και είναι ενωμένοι 3-4 σε κάθε τσαμπί και κρεμαστοί. Οι θηλυκοί ίουλοι αντίθετα έχουν μήκος λίγα χιλιοστά, χρώμα πορφυρό, είναι όρθιοι και παράγουν καρπούς που μοιάζουν με μικρές στρογγυλεμένες κουκουνάρες με πολύ μικρά ξυλώδη λέπια. Ο φλοιός του ά. είναι στακτόχρωμος και καθώς το δέντρο γερνάει γίνεται γκρίζος σκούρος. Το ξύλο του δεν είναι πολύ σκληρό, είναι όμως στερεό, ομοιογενές και χρησιμοποιείται πάρα πολύ στην ξυλουργική. Ο ά. φύεται στις εύκρατες περιοχές, κατά μήκος ποταμιών, ρυακιών ή κοντά σε τέλματα και ανθίζει τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο. Στη χώρα μας συναντάται αυτοφυής σε υγρούς τόπους ή κοντά σε ποτάμια. Είναι γνωστός από την εποχή του Ομήρου με το όνομα κλήθρη, που διατηρείται σχεδόν όμοιο μέχρι σήμερα στην κοινή του ονομασία: κλήθρα, κλήθρο, σκλήθρα. Παρόμοια είδη (που δεν υπάρχουν στη χώρα μας) είναι ο ά. ο πολιός, που διαφέρει από τον προηγούμενο στα φύλλα, καθώς και ο ά. ο πράσινος, που απαντάται σε υγρούς λόγγους, κοντά σε καταρράκτες έως τη ζώνη των αλπικών βουνών και σχηματίζει πολλές φορές εκτεταμένες συστάδες. Ο ά. θεωρείται από τα αρχαιότερα είδη φυτών· απολιθώματα προγόνων του έχουν βρεθεί σε στρώματα της κρητιδικής. Στη μειόκαινο της Κρήτης έχουν επισημανθεί παλαιοντολογικά ευρήματα ά. (alnus sporantum). Ίουλοι άρρενες, μήκους μερικών εκατοστών, και θήλεις, μήκους μερικών χιλιοστών, του δέντρου άλνος. Άρρενες ίουλοι και καρποί σε κλαδί άλνου, πιο γνωστού ως σκλήθρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλήθρα — και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη) νεοελλ. βοτ. το φυτό σκλήθρο αρχ. ονομασία τού γένους άλνος* («κλήθρη τ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ …   Dictionary of Greek

  • μηλιάδι — το κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού άλνος …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σκλήθρο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 760 μ.) στην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ., 152 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (553 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην επαρχία Φλώρινας …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”